φαντεζίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαντεζίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική fantaisiste < fantaisie < αρχαία ελληνική φαντασία (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαντεζίστας αρσενικό
- ηθοποιός που υποκρίνεται με φαντασία και άνεση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαντεζίστας