↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανταρίστικος η φανταρίστικη το φανταρίστικο
      γενική του φανταρίστικου της φανταρίστικης του φανταρίστικου
    αιτιατική τον φανταρίστικο τη φανταρίστικη το φανταρίστικο
     κλητική φανταρίστικε φανταρίστικη φανταρίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανταρίστικοι οι φανταρίστικες τα φανταρίστικα
      γενική των φανταρίστικων των φανταρίστικων των φανταρίστικων
    αιτιατική τους φανταρίστικους τις φανταρίστικες τα φανταρίστικα
     κλητική φανταρίστικοι φανταρίστικες φανταρίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανταρίστικος < φαντάρος + -ίστικος

  Επίθετο

επεξεργασία

φανταρίστικος

  1. που έχει σχέση με φαντάρο / στρατιώτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα φανταρίστικα: η στολή των φαντάρων / στρατιωτών

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία