φανταρίστικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φανταρίστικα | ||
γενική | των | φανταρίστικων | ||
αιτιατική | τα | φανταρίστικα | ||
κλητική | φανταρίστικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φανταρίστικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φανταρίστικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανταρίστικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η στολή των φαντάρων / στρατιωτών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φαντάρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία φανταρίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφανταρίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φανταρίστικος