φάσηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φάσηλος | οἱ | φάσηλοι |
γενική | τοῦ | φασήλου | τῶν | φασήλων |
δοτική | τῷ | φασήλῳ | τοῖς | φασήλοις |
αιτιατική | τὸν | φάσηλον | τοὺς | φασήλους |
κλητική ὦ! | φάσηλε | φάσηλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φασήλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φασήλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάσηλος < αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι ταυτόσημο με τη λατινική phasēlus, η οποία ίσως αποτελεί δάνειο από την ελληνική αλλά κάποιοι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι η ελληνική λέξη προήλθε από τη λατινική.[1] Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη αποτελεί ίσως προελληνικό δάνειο από μεσογειακή μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάσηλος, -ου αρσενικό
- (φυτό, όσπριο) είδος φασολιού (Vigna sinensis)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1144 (1143-1145)
- «ἐμπιεῖν ἔμοιγ᾽ ἀρέσκει τοῦ θεοῦ δρῶντος καλῶς. | ἀλλὰ φαῦσον τῶν φασήλων, ὦ γύναι, τρεῖς χοίνικας, | τῶν τε πυρῶν μεῖξον αὐτοῖς, τῶν τε σύκων ἔξελε,
- «Μια κι ο θεός δεξιά τα φέρνει, να ριχτούμε στο κρασί. | Βάλε στη φωτιά φασόλια, χοίνικες, γυναίκα, τρεις, | ανακάτεψε και στάρι, βγάλε μας και σύκα εδώ·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- «ἐμπιεῖν ἔμοιγ᾽ ἀρέσκει τοῦ θεοῦ δρῶντος καλῶς. | ἀλλὰ φαῦσον τῶν φασήλων, ὦ γύναι, τρεῖς χοίνικας, | τῶν τε πυρῶν μεῖξον αὐτοῖς, τῶν τε σύκων ἔξελε,
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 46 @scaife.perseus, @el.wikisource
- Λακεδαιμόνιοι ἐν τοῖς δείπνοις τοῖς καλουμένοις κοπίσι διδόασι τραγήματα σῦκά τε ξηρὰ καὶ κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1144 (1143-1145)
- ελαφρύ πλοιάριο σε σχήμα φασολιού
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 16.4, 23 @perseus.tufts.edu @wikisource
- ὁ δʼ οὐκ ἔλαττον ὀγδοήκοντα ἐναυπηγήσατο δίκροτα καὶ τριήρεις καὶ φασήλους κατὰ Κλεοπατρίδα τὴν πρὸς τῇ παλαιᾷ διώρυγι τῇ ἀπὸ τοῦ Νείλου.
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 16.4, 23 @perseus.tufts.edu @wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- φάσηλος σελ. 1556 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ φασόλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φάσηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάσηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.