υφυπουργείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υφυπουργείο μαρτυρείται από το 1887 στην καθαρεύουσα (ὑφυπουργεῖον)[1] < υφυπουργ(ός) + -είο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυφυπουργείο ουδέτερο
- τμήμα ενός υπουργείου που καλύπτει και διαχειρίζεται ένα συγκεκριμένο τομέα με διακριτές αρμοδιότητες
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζονται οι υπηρεσίες του υφυπουργείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία υφυπουργείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1062, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- υφυπουργείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υφυπουργείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)