Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφηγεσία οι υφηγεσίες
      γενική της υφηγεσίας των υφηγεσιών
    αιτιατική την υφηγεσία τις υφηγεσίες
     κλητική υφηγεσία υφηγεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφηγεσία < υφηγητής + -εσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υφηγεσία θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία