υφηγεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυφηγεσία θηλυκό
- τίτλος πανεπιστημιακού επιπέδου που αποκτιέται αφού εγκριθεί η διατριβή του από επιτροπή πανεπιστημιακών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υφηγεσία