καθηγεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καθηγεσία < καθηγητής + -εσία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική professorat)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθηγεσία θηλυκό
- η ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου
- το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος κατέχει αυτή την ιδιότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθηγεσία