υστερογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υστερογενής | η | υστερογενής | το | υστερογενές |
γενική | του | υστερογενούς* | της | υστερογενούς | του | υστερογενούς |
αιτιατική | τον | υστερογενή | την | υστερογενή | το | υστερογενές |
κλητική | υστερογενή(ς) | υστερογενής | υστερογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υστερογενείς | οι | υστερογενείς | τα | υστερογενή |
γενική | των | υστερογενών | των | υστερογενών | των | υστερογενών |
αιτιατική | τους | υστερογενείς | τις | υστερογενείς | τα | υστερογενή |
κλητική | υστερογενείς | υστερογενείς | υστερογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υστερογενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστερογενής
Επίθετο
επεξεργασίαυστερογενής, -ής, -ές
- που συμβαίνει σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο ή περίοδο
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υστερογενής
|
Πηγές
επεξεργασία- υστερογενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υστερογενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)