υστερογενώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υστερογενώς (μαρτυρείται από το 1891)[1]< (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑστερογενῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε υστερογεν(ής) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίαυστερογενώς
- (χρονικό επίρρημα) μεταγενέστερα, ύστερα από κάποιο χρονικό σημείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερογενώς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1060, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου