Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποτιμημένος η υποτιμημένη το υποτιμημένο
      γενική του υποτιμημένου της υποτιμημένης του υποτιμημένου
    αιτιατική τον υποτιμημένο την υποτιμημένη το υποτιμημένο
     κλητική υποτιμημένε υποτιμημένη υποτιμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποτιμημένοι οι υποτιμημένες τα υποτιμημένα
      γενική των υποτιμημένων των υποτιμημένων των υποτιμημένων
    αιτιατική τους υποτιμημένους τις υποτιμημένες τα υποτιμημένα
     κλητική υποτιμημένοι υποτιμημένες υποτιμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτιμημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποτιμώ

  Μετοχή επεξεργασία

υποτιμημένος, -η, -ο


  Μεταφράσεις επεξεργασία