υποπράσινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποπράσινος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποπράσινος (μαρτυρείται από το 1817)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + πράσινος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.poˈpɾa.si.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐πρά‐σι‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
υποπράσινος, -η, -ο
- που δεν είναι τελείως πράσινος, ο πρασινωπός
- ※ Το ασυνήθιστο υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί το συγκεκριμένο ειδώλιο (υποπράσινος λίθος αντί για λευκό μάρμαρο) ενδέχεται να υποδηλώνει εξωκυκλαδική προέλευση, πιθανώς από την Αττική.
- Γυναικείο ειδώλιο παραλλαγής Δωκαθισμάτων, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
- ※ Το ασυνήθιστο υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί το συγκεκριμένο ειδώλιο (υποπράσινος λίθος αντί για λευκό μάρμαρο) ενδέχεται να υποδηλώνει εξωκυκλαδική προέλευση, πιθανώς από την Αττική.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πράσινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποπράσινος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- υποπράσινος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)