Δείτε επίσης: υποπράσινος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑποπράσινος ὑποπρασίνη τὸ ὑποπράσινον
      γενική τοῦ ὑποπρασίνου τῆς ὑποπρασίνης τοῦ ὑποπρασίνου
      δοτική τῷ ὑποπρασίν τῇ ὑποπρασίν τῷ ὑποπρασίν
    αιτιατική τὸν ὑποπράσινον τὴν ὑποπρασίνην τὸ ὑποπράσινον
     κλητική ! ὑποπράσινε ὑποπρασίνη ὑποπράσινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑποπράσινοι αἱ ὑποπράσιναι τὰ ὑποπράσινα
      γενική τῶν ὑποπρασίνων τῶν ὑποπρασίνων τῶν ὑποπρασίνων
      δοτική τοῖς ὑποπρασίνοις ταῖς ὑποπρασίναις τοῖς ὑποπρασίνοις
    αιτιατική τοὺς ὑποπρασίνους τὰς ὑποπρασίνας τὰ ὑποπράσινα
     κλητική ! ὑποπράσινοι ὑποπράσιναι ὑποπράσινα
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποπράσινος (μαρτυρείται από το 1817)[1] < ὑπο- + πράσινος

  Επίθετο επεξεργασία

ὑποπράσινος, -'η, -ον

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία