υπογραμμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογραμμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπογραμμίζω
Μετοχή
επεξεργασίαυπογραμμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπογραμμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπογραμμισμένος
υπογραμμισμένος, -η, -ο