↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπογοναδισμός οι υπογοναδισμοί
      γενική του υπογοναδισμού των υπογοναδισμών
    αιτιατική τον υπογοναδισμό τους υπογοναδισμούς
     κλητική υπογοναδισμέ υπογοναδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπογοναδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypogonadism[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπογοναδισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.