υπερχρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερχρονισμός < υπερχρονίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclocking)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερχρονισμός αρσενικό
- (υλικό υπολογιστή) χρησιμοποίηση ενός επεξεργαστή (CPU) σε ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν που συνιστά ο κατασκευαστής
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερχρονίζω
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και χρόνος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερχρονισμός