Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερχρονισμός οι υπερχρονισμοί
      γενική του υπερχρονισμού των υπερχρονισμών
    αιτιατική τον υπερχρονισμό τους υπερχρονισμούς
     κλητική υπερχρονισμέ υπερχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχρονισμός < υπερχρονίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclocking)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερχρονισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία