Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερχρονίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερχρονίζω[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + χρονίζω < χρόνος ((πληροφορική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclock)

υπερχρονίζω

  1. (λόγιο, σπάνιο) καθυστερώ πολύ
  2. (πληροφορική) διενεργώ υπερχρονισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὑπερχρονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.