υπερχορδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερχορδή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superstring
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερχορδή θηλυκό
- (φυσική) υποθετικό θεμελιώδες μονοδιάστατο δομικό στοιχείο, που πάλλεται σε πολλές διαστάσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερχορδή