υπερσαχάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερσαχάριος < υπερ- + σαχάριος < Σαχάρα < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)
Επίθετο
επεξεργασίαυπερσαχάριος, -α, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Σαχάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερσαχάριος