υπερπροστατευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερπροστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερπροστατεύω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερπροστατευμένος, -η, -ο
- που κάποιοι τον προστατεύουν υπέρμετρα, συνήθως για άτομα με υπερπροστατευτικούς γονείς αλλά και γενικά για όσους έχουν περιβάλλον που τους προστατεύει περισσότερο από όσο συνηθίζεται
- → δείτε τη λέξη προστατεύω