Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπαστερίωση οι υπερπαστεριώσεις
      γενική της υπερπαστερίωσης των υπερπαστεριώσεων
    αιτιατική την υπερπαστερίωση τις υπερπαστεριώσεις
     κλητική υπερπαστερίωση υπερπαστεριώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπαστερίωση < υπερ- + παστερίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπαστερίωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία