παστεριώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παστεριώνω < (λόγιο δάνειο) γαλλική pasteuriser < από το επώνυμο του γάλλου χημικού Louis Pasteur (Λουί Παστέρ) που δημιούργησε τη μέθοδο παστερίωσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ste.ɾiˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στε‐ρι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπαστεριώνω, αόρ.: παστερίωσα, παθ.φωνή: παστεριώνομαι, π.αόρ.: παστεριώθηκα, μτχ.π.π.: παστεριωμένος
- κάνω παστερίωση για να μειωθούν ή να εξαφανιστούν βλαβεροί μικροοργανισμοί
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παστεριώνω | παστερίωνα | θα παστεριώνω | να παστεριώνω | παστεριώνοντας | |
β' ενικ. | παστεριώνεις | παστερίωνες | θα παστεριώνεις | να παστεριώνεις | παστερίωνε | |
γ' ενικ. | παστεριώνει | παστερίωνε | θα παστεριώνει | να παστεριώνει | ||
α' πληθ. | παστεριώνουμε | παστεριώναμε | θα παστεριώνουμε | να παστεριώνουμε | ||
β' πληθ. | παστεριώνετε | παστεριώνατε | θα παστεριώνετε | να παστεριώνετε | παστεριώνετε | |
γ' πληθ. | παστεριώνουν(ε) | παστερίωναν παστεριώναν(ε) |
θα παστεριώνουν(ε) | να παστεριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παστερίωσα | θα παστεριώσω | να παστεριώσω | παστεριώσει | ||
β' ενικ. | παστερίωσες | θα παστεριώσεις | να παστεριώσεις | παστερίωσε | ||
γ' ενικ. | παστερίωσε | θα παστεριώσει | να παστεριώσει | |||
α' πληθ. | παστεριώσαμε | θα παστεριώσουμε | να παστεριώσουμε | |||
β' πληθ. | παστεριώσατε | θα παστεριώσετε | να παστεριώσετε | παστεριώστε | ||
γ' πληθ. | παστερίωσαν παστεριώσαν(ε) |
θα παστεριώσουν(ε) | να παστεριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παστεριώσει | είχα παστεριώσει | θα έχω παστεριώσει | να έχω παστεριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παστεριώσει | είχες παστεριώσει | θα έχεις παστεριώσει | να έχεις παστεριώσει | έχε παστεριωμένο | |
γ' ενικ. | έχει παστεριώσει | είχε παστεριώσει | θα έχει παστεριώσει | να έχει παστεριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παστεριώσει | είχαμε παστεριώσει | θα έχουμε παστεριώσει | να έχουμε παστεριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παστεριώσει | είχατε παστεριώσει | θα έχετε παστεριώσει | να έχετε παστεριώσει | έχετε παστεριωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παστεριώσει | είχαν παστεριώσει | θα έχουν παστεριώσει | να έχουν παστεριώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παστεριωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παστεριωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παστεριωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παστεριωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παστεριώνομαι | παστεριωνόμουν(α) | θα παστεριώνομαι | να παστεριώνομαι | ||
β' ενικ. | παστεριώνεσαι | παστεριωνόσουν(α) | θα παστεριώνεσαι | να παστεριώνεσαι | ||
γ' ενικ. | παστεριώνεται | παστεριωνόταν(ε) | θα παστεριώνεται | να παστεριώνεται | ||
α' πληθ. | παστεριωνόμαστε | παστεριωνόμαστε παστεριωνόμασταν |
θα παστεριωνόμαστε | να παστεριωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παστεριώνεστε | παστεριωνόσαστε παστεριωνόσασταν |
θα παστεριώνεστε | να παστεριώνεστε | (παστεριώνεστε) | |
γ' πληθ. | παστεριώνονται | παστεριώνονταν παστεριωνόντουσαν |
θα παστεριώνονται | να παστεριώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παστεριώθηκα | θα παστεριωθώ | να παστεριωθώ | παστεριωθεί | ||
β' ενικ. | παστεριώθηκες | θα παστεριωθείς | να παστεριωθείς | παστεριώσου | ||
γ' ενικ. | παστεριώθηκε | θα παστεριωθεί | να παστεριωθεί | |||
α' πληθ. | παστεριωθήκαμε | θα παστεριωθούμε | να παστεριωθούμε | |||
β' πληθ. | παστεριωθήκατε | θα παστεριωθείτε | να παστεριωθείτε | παστεριωθείτε | ||
γ' πληθ. | παστεριώθηκαν παστεριωθήκαν(ε) |
θα παστεριωθούν(ε) | να παστεριωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παστεριωθεί | είχα παστεριωθεί | θα έχω παστεριωθεί | να έχω παστεριωθεί | παστεριωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παστεριωθεί | είχες παστεριωθεί | θα έχεις παστεριωθεί | να έχεις παστεριωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παστεριωθεί | είχε παστεριωθεί | θα έχει παστεριωθεί | να έχει παστεριωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παστεριωθεί | είχαμε παστεριωθεί | θα έχουμε παστεριωθεί | να έχουμε παστεριωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παστεριωθεί | είχατε παστεριωθεί | θα έχετε παστεριωθεί | να έχετε παστεριωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παστεριωθεί | είχαν παστεριωθεί | θα έχουν παστεριωθεί | να έχουν παστεριωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παστεριωμένος - είμαστε, είστε, είναι παστεριωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παστεριωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παστεριωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παστεριωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παστεριωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παστεριωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παστεριωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παστεριώνω