Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ste.ɾiˈo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐στε‐ρι‐ώ‐νο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παστεριώνομαι, π.αόρ.: παστεριώθηκα, μτχ.π.π.: παστεριωμένος