Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παστεριωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παστεριωμέν
ος
η
παστεριωμέν
η
το
παστεριωμέν
ο
γενική
του
παστεριωμέν
ου
της
παστεριωμέν
ης
του
παστεριωμέν
ου
αιτιατική
τον
παστεριωμέν
ο
την
παστεριωμέν
η
το
παστεριωμέν
ο
κλητική
παστεριωμέν
ε
παστεριωμέν
η
παστεριωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παστεριωμέν
οι
οι
παστεριωμέν
ες
τα
παστεριωμέν
α
γενική
των
παστεριωμέν
ων
των
παστεριωμέν
ων
των
παστεριωμέν
ων
αιτιατική
τους
παστεριωμέν
ους
τις
παστεριωμέν
ες
τα
παστεριωμέν
α
κλητική
παστεριωμέν
οι
παστεριωμέν
ες
παστεριωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παστεριωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
παστεριώνω
Επειδή επιβιώνουν αρκετά μη παθογόνα μικρόβια, το
παστεριωμένο
γάλα διατηρείται αποκλειστικά στο ψυγείο και μόνο για μερικές ημέρες.
(
*
)
Το γάλα θα διακρίνεται πλέον σε "
παστεριωμένο
γάλα" και σε "γάλα υψηλής θερμικής επεξεργασίας".
(
*
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παστεριωμένος