παστεριωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαστεριωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παστεριωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του παστεριωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παστεριωμένος