Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπερμνήμων οι υπερμνήμονες
      γενική του/της υπερμνήμονος των υπερμνημόνων
    αιτιατική τον/την υπερμνήμονα τους/τις υπερμνήμονες
     κλητική υπερμνήμων
υπερμνήμον*
υπερμνήμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και το νεότερο υπερμνήμονας.
Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερμνήμων < υπερ- + μνήμων ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypermnesic)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερμνήμων αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία