Κατηγορία:Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'εμπειρογνώμων' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εμπειρογνώμων | οι | εμπειρογνώμονες |
γενική | του/της | εμπειρογνώμονος | των | εμπειρογνωμόνων |
αιτιατική | τον/την | εμπειρογνώμονα | τους/τις | εμπειρογνώμονες |
κλητική | εμπειρογνώμων & εμπειρογνώμον* |
εμπειρογνώμονες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του νεότερου εμπειρογνώμονας. | ||||
Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κοινού γένους λόγια ουσιαστικά σε -ων από τα αρχαία ελληνικά με γενική ενικού -ονος
- ο εμπειρογνώμων, του εμπειρογνώμονος - η εμπειρογνώμων, της εμπειρογνώμονος
Τα αντίστοιχα στην κοινή νεοελληνική, όπως εμπειρογνώμονας
Έτσι κλίνονται και τα αρσενικά όπως το 'νηογνώμων'
Δείτε και τα αρσενικά όπως το 'θεράπων' με γενική ενικού -οντος
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'εμπειρογνώμων'}}
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'εμπειρογνώμων' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 5 σελίδες, από 5 συνολικά.