ψευδορρήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ψευδορρήμων | οι | ψευδορρήμονες |
γενική | του/της | ψευδορρήμονος | των | ψευδορρημόνων |
αιτιατική | τον/την | ψευδορρήμονα | τους/τις | ψευδορρήμονες |
κλητική | ψευδορρήμων & ψευδορρήμον* |
ψευδορρήμονες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «εμπειρογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδορρήμων < ελληνιστική κοινή ψευδορρήμων < αρχαία ελληνική ψευδής + ῥήμων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδορρήμων αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) ο ψεύτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδορρήμων
|