πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβαρύς η υπερβαριά
& υπερβαρεία
το υπερβαρύ
      γενική του υπερβαριού, υπερβαρύ
& υπερβαρέος
της υπερβαριάς
& υπερβαρείας
του υπερβαριού, υπερβαρύ
& υπερβαρέος
    αιτιατική τον υπερβαρύ την υπερβαριά
& υπερβαρεία
το υπερβαρύ
     κλητική υπερβαρύ υπερβαριά
& υπερβαρεία
υπερβαρύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβαριοί
& υπερβαρείς
οι υπερβαριές
& υπερβαρείες
τα υπερβαριά
& υπερβαρέα
      γενική των υπερβαριών
& υπερβαρέων
των υπερβαριών
& υπερβαρειών
των υπερβαριών
& υπερβαρέων
    αιτιατική τους υπερβαριούς
& υπερβαρείς
τις υπερβαριές
& υπερβαρείες
τα υπερβαριά
& υπερβαρέα
     κλητική υπερβαριοί
& υπερβαρείς
υπερβαριές
& υπερβαρείες
υπερβαριά
& υπερβαρέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

υπερβαρύς

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. υπερβαρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.