υπερβαρύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερβαρύς | η | υπερβαριά & υπερβαρεία |
το | υπερβαρύ |
γενική | του | υπερβαριού, υπερβαρύ & υπερβαρέος |
της | υπερβαριάς & υπερβαρείας |
του | υπερβαριού, υπερβαρύ & υπερβαρέος |
αιτιατική | τον | υπερβαρύ | την | υπερβαριά & υπερβαρεία |
το | υπερβαρύ |
κλητική | υπερβαρύ | υπερβαριά & υπερβαρεία |
υπερβαρύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερβαριοί & υπερβαρείς |
οι | υπερβαριές & υπερβαρείες |
τα | υπερβαριά & υπερβαρέα |
γενική | των | υπερβαριών & υπερβαρέων |
των | υπερβαριών & υπερβαρειών |
των | υπερβαριών & υπερβαρέων |
αιτιατική | τους | υπερβαριούς & υπερβαρείς |
τις | υπερβαριές & υπερβαρείες |
τα | υπερβαριά & υπερβαρέα |
κλητική | υπερβαριοί & υπερβαρείς |
υπερβαριές & υπερβαρείες |
υπερβαριά & υπερβαρέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερβαρύς < ελληνιστική κοινή ὑπερβαρύς[1] / ὑπέρβαρυς / ὑπέρβαρής < αρχαία ελληνική ὑπέρ + βαρύς
Επίθετο
επεξεργασίαυπερβαρύς
- άλλη μορφή του υπέρβαρος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερβαρύς
|
- ↑ υπερβαρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.