υπέρβαρυς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπέρβαρυς < ελληνιστική κοινή ὑπέρβαρυς[1] / ὑπερβαρύς / ὑπερβαρής < αρχαία ελληνική ὑπέρ + βαρύς
Επίθετο
επεξεργασίαυπέρβαρυς
- άλλη μορφή του υπέρβαρος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπέρβαρυς
|
- ↑ υπέρβαρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.