↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραισιόδοξος η υπεραισιόδοξη το υπεραισιόδοξο
      γενική του υπεραισιόδοξου της υπεραισιόδοξης του υπεραισιόδοξου
    αιτιατική τον υπεραισιόδοξο την υπεραισιόδοξη το υπεραισιόδοξο
     κλητική υπεραισιόδοξε υπεραισιόδοξη υπεραισιόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραισιόδοξοι οι υπεραισιόδοξες τα υπεραισιόδοξα
      γενική των υπεραισιόδοξων των υπεραισιόδοξων των υπεραισιόδοξων
    αιτιατική τους υπεραισιόδοξους τις υπεραισιόδοξες τα υπεραισιόδοξα
     κλητική υπεραισιόδοξοι υπεραισιόδοξες υπεραισιόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεραισιόδοξος < υπερ- + αισιόδοξος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.siˈo.ðo.ksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ραι‐σι‐ό‐δο‐ξος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπεραισιόδοξος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία