υπεραισιόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπεραισιόδοξος < υπερ- + αισιόδοξος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.siˈo.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ραι‐σι‐ό‐δο‐ξος
Επίθετο
επεξεργασίαυπεραισιόδοξος, -η, -ο
- αυτός που διακατέχεται από αισιοδοξία σε υπερβολικό βαθμό
- ※ Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε στη Βουλή είναι τουλάχιστον υπεραισιόδοξος ως προς το σκέλος των εσόδων.
- Υπεραισιοδοξία για τα έσοδα του 2021, Η Καθημερινή, 21 Νοεμβρίου 2020
- ※ Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε στη Βουλή είναι τουλάχιστον υπεραισιόδοξος ως προς το σκέλος των εσόδων.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπεραισιόδοξος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπεραισιόδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας