υδατοδρόμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδατοδρόμιο | τα | υδατοδρόμια |
γενική | του | υδατοδρόμιου & υδατοδρομίου |
των | υδατοδρόμιων & υδατοδρομίων |
αιτιατική | το | υδατοδρόμιο | τα | υδατοδρόμια |
κλητική | υδατοδρόμιο | υδατοδρόμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδατοδρόμιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) χώρος (σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι κ.λπ.) οριοθετημένος και κατάλληλος για την προσυδάτωση ενός ιπτάμενου οχήματος (αεροπλάνου, ελικοπτέρου κ.ά.)
- Το ενδιαφέρον της «για αδειοδότηση, κατασκευή και λειτουργία υδατοδρομίου» στην Καλαμάτα, εκδήλωσε και επίσημα, με επιστολή της στο δήμο, η εταιρεία. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδατοδρόμιο
Πηγές
επεξεργασία- υδατοδρόμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υδατοδρόμιο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr