τόπαζος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τόπαζος | οἱ | τόπαζοι |
γενική | τοῦ | τοπάζου | τῶν | τοπάζων |
δοτική | τῷ | τοπάζῳ | τοῖς | τοπάζοις |
αιτιατική | τὸν | τόπαζον | τοὺς | τοπάζους |
κλητική ὦ! | τόπαζε | τόπαζοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τοπάζω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τοπάζοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τόπαζος < μορφή του τοπάζιον → δείτε #Ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατόπαζος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος, πράσινου χρώματος (1ος αιώνας ΚΕ, στον Πλίνιο, Historia Naturalis (HN) 37.107)
- χρυσόλιθος, (κίτρινο) τοπάζι (στην Anthologia Graeca, Παλατινή Ανθολογία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίατόπαζος (ελληνιστική κοινή)
μέσω του τοπάζιον: νέα ελληνική τοπάζι
Πηγές
επεξεργασία- τόπαζος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.