↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόπαζος οἱ τόπαζοι
      γενική τοῦ τοπάζου τῶν τοπάζων
      δοτική τῷ τοπάζ τοῖς τοπάζοις
    αιτιατική τὸν τόπαζον τοὺς τοπάζους
     κλητική ! τόπαζε τόπαζοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τοπάζω
γεν-δοτ τοῖν  τοπάζοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τόπαζος < μορφή του τοπάζιον → δείτε  #Ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τόπαζος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

τόπαζος (ελληνιστική κοινή)

λατινικά: topazus
αγγλικά: topaz
γαλλικά: topaze
γερμανικά: Topas

μέσω του τοπάζιον: νέα ελληνική τοπάζι