τοπάζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπάζι | τα | τοπάζια |
γενική | του | τοπαζιού | των | τοπαζιών |
αιτιατική | το | τοπάζι | τα | τοπάζια |
κλητική | τοπάζι | τοπάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοπάζι < ελληνιστική κοινή τοπάζιον / τόπαζος < προελληνική[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /toˈpa.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐πά‐ζι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοπάζι ουδέτερο
- (ορυκτολογία) είδος πολύτιμου λίθου (πυριτικό / φθοριούχο ορυκτό του αργιλίου: Al2SiO4(F,OH)2)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τοπάζι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοπάζι
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.