↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυφικός η τυφική το τυφικό
      γενική του τυφικού της τυφικής του τυφικού
    αιτιατική τον τυφικό την τυφική το τυφικό
     κλητική τυφικέ τυφική τυφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυφικοί οι τυφικές τα τυφικά
      γενική των τυφικών των τυφικών των τυφικών
    αιτιατική τους τυφικούς τις τυφικές τα τυφικά
     κλητική τυφικοί τυφικές τυφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυφικός < τύφος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τυφικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον τύφο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυφικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία