Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.fik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
typhique typhiques

typhique (fr) αρσενικό ή θηλυκό