τσιμπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίατσιμπημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιμπώ
- (ειδικότερα) κάπως ακριβός
- → δείτε τις λέξεις αλμυρός και τσουχτερός
- (ειδικότερα, προφορικό, μεταφορικά) ερωτευμένος
- (ειδικότερα) κάπως ακριβός