τσεμπεροφορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσεμπεροφορεμένος < τσεμπέρ(ι) + -ο- + φορεμένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sem.be.ɾo.fo.ɾeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐μπε‐ρο‐φο‐ρε‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίατσεμπεροφορεμένος, -η, -ο
- που φοράει τσεμπέρι
- ※ Μεσάνυχτα και κάτι στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Η τεράστια κεντρική αίθουσα άδεια σιωπηλή και ημιφωτισμένη. Στο κέντρο ακριβώς μια μικρή ξύλινη βαλίτσα, κάθετα τοποθετημένη, και πάνω της κάθεται μια τσεμπεροφορεμένη γερασμένη γυναίκα που κρατεί ψηλά το αριστερό της χέρι.
- Μία συγκλονιστική ιστορία από το κεφάλαιο της ποντιακής γενοκτονίας, maxitis.gr, 18 Μαΐου 2016
- ※ Το πρώτο βράδυ, σε μια παραδοσιακή θρακιώτικη ταβέρνα, εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα για να μας τραγουδήσει. Ήταν μικροσκοπική και τσεμπεροφορεμένη, δεν την έπιανε το μάτι σου.
- Μαργαρίτα Πουρνάρα, «Έφυγε» η Κατίνα Φαρασοπούλου, η δωρική φωνή της καππαδοκικής μνήμης, Η Καθημερινή, 29 Νοεμβρίου 2019
- ※ Το πρόσωπο, πάντως, που σημάδεψε τη δική μας επίσκεψη στο Μεγάλο Χωριό δεν ήταν ούτε λόγιος ούτε διανοούμενος, όπως οι παραπάνω, αλλά μια τσεμπεροφορεμένη γυναίκα που από τη βεράντα της έριχνε νερό με το λάστιχο σε ένα καφάσι με πατάτες για να τις καθαρίσει.
- Ελευθερία Αλαβάνου, Μεγάλο Xωριό: Οι πιο ωραίες εκδρομές, Η Καθημερινή, 28 Δεκεμβρίου 2021
- ※ Μεσάνυχτα και κάτι στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Η τεράστια κεντρική αίθουσα άδεια σιωπηλή και ημιφωτισμένη. Στο κέντρο ακριβώς μια μικρή ξύλινη βαλίτσα, κάθετα τοποθετημένη, και πάνω της κάθεται μια τσεμπεροφορεμένη γερασμένη γυναίκα που κρατεί ψηλά το αριστερό της χέρι.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσεμπεροφορεμένος
|