τσίτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσίτι | τα | τσίτια |
γενική | του | τσιτιού | των | τσιτιών |
αιτιατική | το | τσίτι | τα | τσίτια |
κλητική | τσίτι | τσίτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çit < περσική چیت (chīt) < χίντι छींट (chhint) < σανσκριτική चित्र (citra, φωτεινός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσίτι ουδέτερο
- απλό βαμβακερό ύφασμα τυπωμένο με ζωηρόχρωμο σχέδιο
- ευτελές ύφασμα ή ρούχο