Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
calicot calicots

  Ουσιαστικό επεξεργασία

calicot (fr) αρσενικό

  1. το τσίτι
  2. (κατ’ επέκταση) κομμάτι από τσίτι που φέρει μια επιγραφή
     συνώνυμα: banderolle
  3. υπάλληλος σε κατάστημα νέων ειδών