calicot
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
calicot | calicots |
calicot (fr) αρσενικό
- το τσίτι
- (κατ' επέκταση) κομμάτι από τσίτι που φέρει μια επιγραφή
- υπάλληλος σε κατάστημα νέων ειδών
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
calicot | calicots |
calicot (fr) αρσενικό