Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιτάκι τα τσιτάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιτάκι τα τσιτάκια
     κλητική τσιτάκι τσιτάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιτάκι < τσίτι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιτάκιουδέτερο

  • ευτελές φόρεμα, από κακής ποιότητας ύφασμα, ιδιαίτερα και εμφανώς φτηνό

  Μεταφράσεις επεξεργασία