↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπονίνη οι τροπονίνες
      γενική της τροπονίνης των τροπονινών
    αιτιατική την τροπονίνη τις τροπονίνες
     κλητική τροπονίνη τροπονίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροπονίνη (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική troponin < περικοπή του tropomyosin < αρχαία ελληνική τρόπος + αγγλική myosin < αρχαία ελληνική μῦς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tro.poˈni.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐πο‐νί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπονίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία