↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριπλότυπος η τριπλότυπη το τριπλότυπο
      γενική του τριπλότυπου της τριπλότυπης του τριπλότυπου
    αιτιατική τον τριπλότυπο την τριπλότυπη το τριπλότυπο
     κλητική τριπλότυπε τριπλότυπη τριπλότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριπλότυποι οι τριπλότυπες τα τριπλότυπα
      γενική των τριπλότυπων των τριπλότυπων των τριπλότυπων
    αιτιατική τους τριπλότυπους τις τριπλότυπες τα τριπλότυπα
     κλητική τριπλότυποι τριπλότυπες τριπλότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριπλότυπος < τριπλός + -ο- + -τυπος[1] (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική triplicate[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Triplikat [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

τριπλότυπος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 τριπλότυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 τριπλότυποςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)