τρικάμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τρικάμερος, -η, -ο
- (νεολογισμός) για κινητό ή άλλη συσκευή που έχει τρεις κάμερες για φωτογράφιση ή λήψη βίντεο
- (ουσιαστικοποιημένο) τρικάμερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρικάμερος
|