τρικάμερων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατρικάμερων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τρικάμερος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τρικάμερος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τρικάμερος
τρικάμερων