Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τμητός η τμητή το τμητό
      γενική του τμητού της τμητής του τμητού
    αιτιατική τον τμητό την τμητή το τμητό
     κλητική τμητέ τμητή τμητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τμητοί οι τμητές τα τμητά
      γενική των τμητών των τμητών των τμητών
    αιτιατική τους τμητούς τις τμητές τα τμητά
     κλητική τμητοί τμητές τμητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τμητός < αρχαία ελληνική τμητός < τέμνω

  Επίθετο επεξεργασία

τμητός

  1. (αρχαιοπρεπές) που είναι δυνατόν να τμηθεί, που μπορεί να κοπεί
  2. (αρχαιοπρεπές) κομμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία