Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεσυνεδρίαση οι τηλεσυνεδριάσεις
      γενική της τηλεσυνεδρίασης* των τηλεσυνεδριάσεων
    αιτιατική την τηλεσυνεδρίαση τις τηλεσυνεδριάσεις
     κλητική τηλεσυνεδρίαση τηλεσυνεδριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεσυνεδριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεσυνεδρίαση < τηλε- + συνεδρίαση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική teleconference[1] / teleconferencing[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική téléconférence[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεσυνεδρίαση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 τηλεσυνεδρίασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)