τηλεσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεσκοπικός < τηλεσκόπιο
Επίθετο
επεξεργασίατηλεσκοπικός, -ή, -ό
- σχετικός με το τηλεσκόπιο
- που είναι κατασκευασμένος από κυλινδρικά μέρη διαφορετικής διατομής κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να μπορεί να συμπτύσσεται μέσα στο άλλο και επομένως το μήκος του συνόλου να αυξομειώνεται
- τηλεσκοπική κεραία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεσκοπικός