τηλεσκοπικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεσκοπικά < τηλεσκοπικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίατηλεσκοπικά
- με τηλεσκοπικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεσκοπικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατηλεσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τηλεσκοπικός