télescopique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- télescopique < télescope
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.lɛs.kɔ.pik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
télescopique | télescopiques |
télescopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
télescopique | télescopiques |
télescopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό