Ετυμολογία

επεξεργασία
télescopage < télescop(er) + -age

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
télescopage télescopages

télescopage (fr) αρσενικό

  1. η σύγκρουση (οχημάτων)
  2. ο συμφυρμός (ιδεών), η αλληλοεπικάλυψη (ιδεών)