télescopage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- télescopage < télescop(er) + -age
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
télescopage | télescopages |
télescopage (fr) αρσενικό
- η σύγκρουση (οχημάτων)
- ο συμφυρμός (ιδεών), η αλληλοεπικάλυψη (ιδεών)